- διήγειρα
- διά-ἀγείρωgather togetheraor ind act 1st sg (attic epic ionic)διά-ἐγείρωawakenaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διεγείρω — διεγείρω, διήγειρα και διέγειρα βλ. πίν. 143 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής